Σε παραλίες και αεροπλάνα, στο μετρό και σε κήπους – Don’t Ever Read Me
Το περασμένο καλοκαίρι αποφάσισα να επιχειρήσω αυτό που έως τότε μου φάνταζε ακατόρθωτο: να διαβάσω τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς – ολόκληρο, και στο πρωτότυπο βεβαίως.
Ξεκίνησα στις 17 Ιουνίου, μία ημέρα μετά το Bloomsday, ανοίγοντας διστακτικά τον τόμο των Oxford Classics, αυτόν με το ομιχλώδες Δουβλίνο στο εξώφυλλο, ένα βιβλίο που ξεπερνά τις 1.200 σελίδες, και που, παρά το ελαφρύ του χαρτί, παραμένει βαρύ και δύσχρηστο. Είχα διαβάσει ένα κεφάλαιο σκάρτο, όταν προέκυψε ταξίδι με τη δουλειά στο εξωτερικό.
Ακολουθεί παρένθεση: Ένα μήνα πριν, Μάιος ήτανε, είχα κάνει δώρο στον εαυτό μου ένα iPad Mini. Είχε επάνω τα απολύτως απαραίτητα, δηλαδή τη μικρότερη δυνατή μνήμη και του έλειπε η 3G σύνδεση. Το είχα πάρει σε μία στιγμή παρόρμησης, διστακτικά αλλά και με ενθουσιασμό. Μέχρι τότε, δεν είχα διαβάσει ποτέ κανένα βιβλίο σε ηλεκτρονικό αναγνώστη, διάβαζα πάντα έντυπα, ενώ στα ταξίδια με τη δουλειά κουβαλούσα πάντα 2-3 βιβλία για παν ενδεχόμενο, και για τα λοιπά είχα μαζί μου ένα μικρό HP Mini. Όλα λειτουργούσαν ρολόι. Κλείνει η παρένθεση.
Το ταξίδι του Ιουνίου θα ήταν το πρώτο με το iPad. Ετοιμάζοντας τη βαλίτσα διαπίστωσα ότι ο Οδυσσέας δεν χωρούσε. Δηλαδή χωρούσε, αλλά η χειραποσκευή μου θα γέμιζε μόνο με αυτόν. Θυμάμαι σαν και τώρα τη στιγμή, λίγο πριν την αναχώρηση για το αεροδρόμιο, που κατέβασα το κείμενο του Οδυσσέα στο kindle του iPad. Κοιτούσα το αρχείο σαστισμένη, έψαχνα να βρω πού είχα μείνει, να δω πώς μπαίνει ο σελιδοδείκτης: ούτε αυτό δεν ήξερα.
Στο ταξίδι εκείνο διάβασα 3-4 κεφάλαια. Όχι, δεν μου έλειπε η μυρωδιά του χαρτιού, το γύρισμα των σελίδων, και, ναι, απολάμβανα τη δυνατότητα του λεξικού, χαιρόμουν που είχα τον Οδυσσέα παντού μαζί μου, που μπορούσα να κάτσω σε ένα καφέ μετά τη δουλειά και να διαβάσω μερικές ηλεκτρονικές σελίδες χωρίς να έχω περάσει όλη μέρα κουβαλώντας έναν τόμο.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ξεκίνησαν οι καλοκαιρινές μου διακοπές. Είχε προηγηθεί μία περίοδος υπερκόπωσης και είχα αποφασίσει να κλείσω οριστικά τον υπολογιστή, και, μαζί με αυτόν, και το iPad. Πήρα μαζί μου τον μικρό τόμο, και περιέφερα τις 1.000 σελίδες του Τζόυς σε παραλίες και αυλές, σε ξαπλώστρες και σε κήπους. Δεν με βάραινε. Ηρεμούσα, οι σελίδες γύριζαν με τον ήχο της εκπλήρωσης και του κατορθώματος, και το κείμενο συνεχιζόταν δυναμικά και σταθερά, ξεπερνώντας το μέσο, υπερβαίνοντας το φορέα του – κι εγώ διάβαζα, διάβαζα, μέχρι που γύρισα στη δουλειά.
Σεπτέμβρης, τα πήγαινε-έλα σε μετρό, προαστιακούς και λεωφορεία ξαναξεκίνησαν, και το iPad έμπαινε, πλέον, στην τσάντα μου παρέα με το πορτοφόλι και τα κλειδιά. Μαζί του, και τα δύο τελευταία κεφάλαια του Οδυσσέα. Ο μικρός τόμος έμεινε στο τραπέζι του σαλονιού, ογκώδες αξεσουάρ πολυτελείας και πάλι. Διάβασα την Πηνελόπη, την τελευταία, πανηγυρική ενότητα του Οδυσσέα σε ένα διάλειμμα της δουλειάς, στο iPad φυσικά. Στο τελευταίο, ασθματικό Yes του μονολόγου της Μόλυ, δάκρυσα από συγκίνηση. Για το έπος, για το κατόρθωμα του Τζόυς, για το κατόρθωμά μου. Όχι, το iPad δεν μου στέρησε την άγρια αυτή χαρά.
Γυρίζοντας στο σπίτι εκείνο το βράδυ, άνοιξα τον μικρό, φθαρμένο πλέον τόμο των Oxford Classics. Ξαναδιάβασα τις δέκα τελευταίες σελίδες. Σαν ποτάμι η συγκίνηση και πάλι, με το αριστερό χέρι να κρατάει 1.000 σελίδες χαρτί και το δεξί πλέον μόνο δυο-τρεις. Η αίσθηση ίδια, αλλά και αλλιώτικη. Συμπληρωματική, όπως και όλη η αναγνωστική εμπειρία ενός κειμένου σε δύο μέσα.
Το ηλεκτρονικό και το αναλογικό δεν ανταγωνίζονται: Αλληλοσυμπληρώνονται, προσαρμόζονται, τα προσαρμόζεις εσύ, είναι εκεί για να σε κάνουν να διαβάζεις περισσότερο, για να μην έχεις δικαιολογίες, για να μην διστάζεις να αρχίσεις και να τελειώσεις οποιοδήποτε βιβλίο βάλεις στο νου σου όπου κι αν είσαι, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες γύρω σου ή, απλώς, οι διαθέσεις σου.
[Στις 17 Σεπτεμβρίου, τρεις ακριβώς μήνες αφού τον ξεκίνησα, τελείωσα τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς σε βιβλίο και στο iPad, και, για αυτό το λόγο, χαίρομαι ακόμη περισσότερο.]